Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίσκημα — δίσκημα, το (Α) [δισκώ] 1. οτιδήποτε ρίχνεται ή βάλλεται ως δίσκος 2. η ρίψη τού δίσκου … Dictionary of Greek
δισκήματι — δίσκημα a thing thrown neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)